- ετερομερής
- -ές (Α ἑτερομερής, -ές)νεοελλ.1. αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο ανομοιομερής2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερομερήα) άνθη τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματαβ) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε ομάδα κολεοπτέρων τών οποίων τα πόδια αποτελούνται από διαφορετικό αριθμό αρθρικών μελώναρχ.1. αυτός που κλίνει προς το ένα μέρος, ο μονόπλευρος («εἰ δὲ καὶ τὸ ἓv τούτων ἐνδυναστεύει κατὰ τὸν βίον, ἑτερομερής τε καὶ ἑτεροκλινὴς γίνεται ὁ βίος», Στοβ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερομερέςο χωρισμός («τὸ γὰρ ἑτερομερὲς εὐθὺς ὑποκειμένου παραλλαγὴν εἰσάγειν», Στοβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -μερής (< μέρος), πρβλ. πολυ-μερής].
Dictionary of Greek. 2013.